Γράμματα Αναγνωστών

Το Κτηματολόγιο και οι... δηλωσίεςΚύριε διευθυντάΜε συμβόλαια, πιστοποιητικά, σχεδιαγράμματα, ξεκίνησα για τη γενέτειρά μου, το μικρό χωριό Σταυροδρόμι Γορτυνίας. Σκοπός του ταξιδιού μου ήταν να τακτοποιήσω στο Κτηματολόγιο κάτι ακίνητα, που δεν ήξερα τη θέση τους, την έκτασή τους και την αξία τους. Στην αρχή είχα πάρει το θέμα στ’ αστεία. Εβλεπα ουρές στα φωτοτυπάδικα και γελούσα. Ηλικιωμένοι άνθρωποι περίμεναν με υπομονή να έρθει η σειρά τους για να βγάλουν τα αντίγραφα.    Τρέχα, μου έλεγαν οι φίλοι μου. Θα περάσει η προθεσμία και θα τα χάσεις, αν δεν τα δηλώσεις. Θα σου τα πάρει το κράτος.  Ρε παιδιά, τι να τα κάνει το κράτος; Τα πήρε και στις πρώην σοσιαλιστικές δημοκρατίες και έγινε και το κράτος φτωχό και οι πολίτες φτωχότεροι. Ρε παιδιά, τι να τα κάνω; Αφού δεν έχουν καμία αξία. Αφού δεν ξέρω πού είναι. Γιατί να υποβληθώ σε έξοδα και σε ταλαιπωρία; Κάνε ό,τι θέλεις, μου είπαν τα παιδιά (δηλαδή, οι φίλοι μου και συνομήλικοί μου). Εμείς θα τα δηλώσουμε. Το ξανασκέφτηκα. Πρώτα έκανα τη σκέψη: Καλά, όλοι αυτοί που τα δηλώνουν είναι τρελοί και εγώ είμαι ο σώφρων; Μετά σκέφτηκα ότι στην Αθήνα έχω ένα διαμερισματάκι, πρώτη κατοικία, που την προστατεύει το κράτος. Αυτό μου εμπνέει ασφάλεια. Δεν θα βρεθώ στον δρόμο... Αν όμως κάτι συμβεί και αλλάξουν τα πράγματα; Να μην έχω έναν χώρο δικό μου να βάλω το κεφάλι μου, ν’ απλώσω την... αρίδα μου, να βολέψω το κορμί μου; Με αυτό το σκεπτικό πήρα την απόφαση να φτιάξω τα χαρτιά και να πάω να τα υποβάλω στο Κτηματολόγιο. Εφτασα με το σούρουπο. Δεν είδα φώτα αναμμένα. Θα έχει διακοπή ρεύματος, σκέφτηκα. Σε λίγα σπίτια λαμπύριζε ένας αμυδρός φωτισμός, που θύμιζε του παλιού καιρού, τα κεριά, τα καντήλια, τα λυχνάρια. Δεν άκουγα κουβέντα. Κοιμήθηκαν με τις κότες, σκέφτηκα. Οχι, όχι. Είχε διακοπή νερού. Σαν να άκουσα ομιλίες από την πλευρά της λεγόμενης  «Παλιόβρυσης». Πήγαν να πιουν και να πάρουν νερό από κει, σκέφτηκα. Είχε σουρουπώσει για καλά. Μόλις που μπορούσες να ξεχωρίσεις στις αφίσες τις φάτσες των υποψηφίων,  περιφερειαρχών, δημάρχων, τοπικών προέδρων,ευρωβουλευτών, που όλοι, με ύφος συμπαθέστατο, σε κοίταζαν ίσια στα μάτια. Ακούνητοι κι αμίλητοι. Αλλάζω λίγο κατεύθυνση και προχωρώ βιαστικά, νευρικά κι απρόσεκτα. Σκοντάφτω κάπου και, για να μην πέσω, αρπάζομαι από μια πινακίδα φρεσκοτοποθετημένη. Με έσωσε. Ανάβω τον φακό του κινητού μου για να διαβάσω ευγνωμόνως το φρεσκογραμμένο κείμενο. Δεν μπόρεσα να καταλήξω ποιος το έγραψε. Εγραφε: «Κατ’ εξαίρεση για τις ιδιοκτησίες που υπάρχουν σε αυτόν τον οικισμό δεν απαιτείται για το Κτηματολόγιο κατάθεση δήλωσης μετά των σχετικών τίτλων και πιστοποιητικών. Προστατεύονται απόλυτα, όπως και η πρώτη κατοικία». Κατάλαβα. Απόλυτη προστασία και για την... τελευταία κατοικία! Είχα πάρει λάθος δρόμο. Μπερδεύτηκα. Ηρέμησα όμως γρήγορα. Είμαι εξασφαλισμένος, σκέφτηκα. Τι λέτε; Δεν είμαι; Μιχαλης Ιω. Μιχαλακοπουλος  Περί σλαβόφωνων και πολύγλωσσων Κύριε διευθυντάΤιμά τον κ. Θάνο Βερέμη η ευαισθησία –με επιστολή του στην «Κ»– της άμεσης αποσαφήνισης για το τι σημαίνει η φράση «σλαβόφωνη δυτική Μακεδονία». Οπως εξηγεί, σημαίνει «το τμήμα εκείνο της Μακεδονίας που μιλούσε σλάβικα». Επειδή δεν αναιρείται ο χαρακτηρισμός της δυτικής Μακεδονίας ως σλαβόφωνης (η αναίρεση θα ήταν σαφής, αν αναφερόταν «στο μέρος εκείνο των κατοίκων της δυτικής Μακεδονίας που μιλούσαν σλάβικα»), πρέπει να τονιστούν πάλι τα εξής: Η δυτική Μακεδονία, τόσο ως γεωγραφικός προσδιορισμός της προ των βαλκανικών πολέμων εποχής, όσο (επί μάλλον και μάλλον, δε) και ως όρος διοικητικής διαίρεσης μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, δεν ήταν σλαβόφωνη. Ενα μέρος των κατοίκων μιλούσε σλάβικα (και ελληνικά), οι δε περισσότεροι, σώζοντας εκφράσεις και τύπους πανάρχαιους (π.χ. «κρούω», «ρόποτος», «χλιάρι» κ.ά., κ.ά.) μιλούσαν ωραιότατα ελληνικά. Από τους εξ αυτών δίγλωσσους, όσοι μιλούσαν και τα βλάχικα απέκρουσαν επιτυχώς την αμφισβήτηση του ελληνικού των φρονήματος, πλείστοι δε από όσους μιλούσαν και τα σλάβικα παρέμειναν, ως γραικομάνοι, πιστοί στο ελληνικό τους φρόνημα. Γεράσιμος Μιχαήλ Δώσσας, Θεσσαλονίκη «Ναι» στις νίκες, «όχι» στα πανηγύρια Κύριε διευθυντάΧάρηκα που η Ν.Δ. νίκησε δύο φορές στις πρόσφατες εκλογές. Χάρηκα για την παρουσία και τις δηλώσεις του «ακούραστου» (κατά τον κ. Στέφ. Κασιμάτη που παριστάνει τον David Frost της δεκαετίας του 1960).Πιο πολύ απ’ όλα όμως χάρηκα που οι ψηφοφόροι της Ν.Δ. δεν βγήκαν στους δρόμους με σημαίες και ταμπούρλα να πανηγυρίσουν για τα αποτελέσματα. Βοήθησαν οι ήπιες δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, που μου θύμισαν τον ευπατρίδη της πολιτικής αείμνηστο Γεώργιο Ράλλη, αντίπαλο του λαϊκιστή Ανδρέα Παπανδρέου. Μαριος Χριστοφοριδης, ΧίοςLet's block ads! (Why?)