Γνωστό και εσφαλμένα ως ενθεογενές. Η λέξη εν-θεο-γόνο (Εν-Θεό-γενέσθαι), σημαίνει το μέσο που γεννά/παράγει/σχηματίζει σ’ ένα άτομο το θείο συναίσθημα. Η Ενθέωση με άλλα λόγια. Ο όρος αναφέρεται σε μια ψυχοενεργό ουσία (συνήθως ένα φυτό με ψυχοενεργά αποτελέσματα) η οποία χρησιμοποιείται υπό το πλαίσιο ενός πνευματικού διαφωτισμού, μιας μυστικιστικής ή μιας θρησκευτικής εμπειρίας.
Τα ενθεογόνα μπορούν να συμπληρώσουν πολλές διαφορετικές πρακτικές για τη θεραπεία, υπερβατικότητα και Θεία αποκάλυψη, όπως: ο διαλογισμός, η ψυχοναυτική, τα έργα τέχνης, και η θεραπεία με ψυχοδηλωτικές ουσίες. |