Πέντε λατρεμένες μαφιόζικες ταινίες

Τι πρέπει άραγε να έχει μια γκαγκστερική ταινία για να γίνει σταθμός στο genre και να τη θυμάσαι για το υπόλοιπο της ζωής σου; Μα τουλάχιστον τρία απαράβατα συστατικά: χαρακτήρες να κολλάς μαζί τους, αξέχαστες ατάκες και βία φυσικά, πολλή, αιματηρή και σαδιστική βία! Κι ενώ η τριλογία του «Νονού» (1972-1990) του Φράνσις Φορντ Κόπολα είναι αναγκαστικά εδώ το μεγάλο ορόσημο, αυτός ο κινηματογραφικός ογκόλιθος που σφράγισε το είδος, υπάρχουν αρκετά ακόμα διαμαντάκια που εποφθαλμιούν τον θρόνο του. Το μεγάλο μαφιόζικο έπος του 1972 παραμένει βασιλιάς στρώνοντας τα ίδια τα θεμέλια του γκαγκστερικού φιλμ, μόνο που μετρά ήδη μισό σχεδόν αιώνα ζωής, αφήνοντας έτσι χώρο για πιο μοντέρνες εκδοχές της ίδια ουσιαστικά ιστορίας. Η σιτσιλιάνικη Μαφία μετατράπηκε σε γιαπωνέζικη Γιακούζα, ρώσικη Μπράτβα και κινέζικη Τριάδα, αν και τα συστατικά του ατμοσφαιρικού μαφιόζικου φιλμ παραμένουν αναλλοίωτα. Καταπληκτικά σύγχρονα μαφιόζικα μπορεί να απαριθμήσει κανείς πολλά, καθώς το είδος δεν σταμάτησε ποτέ να έχει απήχηση στο πλατύ κοινό: από τα «Δημόσιος κίνδυνος» (2009), «Ο άντρας που η Μαφία δεν μπορούσε να σκοτώσει» (2011) και «Γόμορρα» (2008) μέχρι τα «American gangster» (2007), «Επικίνδυνες υποσχέσεις» (2007) και «Ο πληροφοριοδότης» (2006), όλα μάγεψαν με τη μοντέρνα αισθητική τους πάνω στην κλασική μυθολογία του οργανωμένου εγκλήματος. Και την ίδια στιγμή πώς να μη μνημονεύσεις τα παλιότερα κοσμήματα του είδους, όταν Μπράιαν ντε Πάλμα και Μάρτιν Σκορσέζε απαθανάτιζαν με αριστουργηματικό τρόπο την Κόζα Νόστρα στο πανί; Καλά, εννοείται πως θα μπορούσαμε να βάζαμε μόνο ταινίες των δυο τους στη λίστα και πάλι να ήταν υπερπλήρης. Ας θυμίσουμε απλώς τους «Κακόφημους δρόμους» (1973) του Σκορσέζε και τους «Αδιάφθορους» (1987) του ντε Πάλμα και κλείσαμε! Η κατεξοχήν δεκαετία όπου βασίλεψε το γκαγκστερικό ήταν βέβαια τα 90s, όταν κάτι «Ιστορίες του Μπρονξ» (1993) του Ντε Νίρο, «Bugsy» (1991) του Μπάρι Λέβινσον και «Ντόνι Μπράσκο» (1997) του Μάικ Νιούελ άφηναν το κινηματογραφόφιλο κοινό με το στόμα ανοιχτό. Ή κάτι ταινιάρες σαν τις παρακάτω… «Τα καλά παιδιά» (1990) Το έπος του Σκορσέζε και ένα από τα πιο απαστράπτοντα γκαγκστερικά όλων των εποχών, το φοβερό «Goodfellas», δεν το χορταίνεις όσες φορές κι αν το δεις. Διάλογοι που τσακίζουν κόκαλα, βία που κάνει το στομάχι να στριφογυρνά και μια κάμερα να προσκολλάται με εμμονή στη δράση, είτε μιλάμε για ένα μισοπεθαμένο σώμα στο πορτμπαγκάζ είτε για έναν άντρα που κολλά το πιστόλι στον κρόταφο της συζύγου του. Εσύ μπορεί να οπισθοχωρήσεις, η μηχανή λήψης του Σκορσέζε ποτέ! Βασισμένη στην πραγματική ιστορία μιας από τις πλέον μοχθηρές «οικογένειες» της Νέας Υόρκης, η ταινία ακολουθεί την άνοδο και την πτώση ενός «νονού» από το Μπρούκλιν. Στα υπερατού της, ότι τόσο το δέλεαρ της εκτός νόμου ζωής όσο και η παράνοια που έπεται αντικατοπτρίζονται στα μάτια των τριών βασικών χαρακτήρων: του γκάγκστερ που το μόνο πράγμα που λατρεύει περισσότερο από τη Μαφία είναι η κοκαΐνη (Ρέι Λιότα), του υπερβίαιου κολαούζου (Τζο Πέσι) και του μονίμως εξυπνάκια (Ρόμπερτ ντε Νίρο). Τρέμε «Νονέ» δηλαδή… [embedded content] «Ο σημαδεμένος» (1983) Άλλο ένα αψεγάδιαστο κλασικό της κατηγορίας που δεν μπορείς να αφήσεις έξω, θες δεν θες. Η τουλάχιστον ηλεκτρισμένη ερμηνεία του Αλ Πατσίνο στο εμβληματικό «Scarface» του Μπράιαν Ντε Πάλμα μας έχει χαρίσει ατάκες και ατάκες που δύσκολα ξεχνάς. Σαν αυτόν τον «μικρό μου φίλο», ξέρετε εσείς. Η ταινία παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση ενός κουβανού μετανάστη που μετατρέπεται σε αφεντικό του υποκόσμου πριν μεταμορφωθεί σε έναν παράφρονα τελικά, με τα ρουθούνια του μονίμως «σκονισμένα» και τα μάτια του να έχουν φτάσει στην πλάτη. Όσο για τα δικά σου μάτια, είναι μονίμως κολλημένα πάνω του, μιας και ο «νονός» του Πατσίνο βάζει προφανώς τα γυαλιά σε όλους τους άλλους κινηματογραφικούς μαφιόζους (εξαιρουμένου πιθανότατα του ντε Νίρο)… [embedded content] «Κάποτε στην Αμερική» (1984) Εδώ ήταν ο βασιλιάς του σπαγγέτι γουέστερν, Σέρτζιο Λεόνε, που είπε να γυρίσει αυτό που θα ήταν η τελευταία του ταινία παραδίδοντάς μας ένα τετράωρο έπος για να χαθείς κυριολεκτικά εντός του ένα ολόκληρο απογευματάκι Κυριακής. Σε μια ιστορία που απλώνεται χρονικά σε αρκετές δεκαετίες, μια ομάδα εβραιόπουλων της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1920 βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στον σκοτεινό κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος, παίζοντας με flash-backs και μη χρονολογική αφήγηση. Εδώ η βία αποκτά ποιητική διάσταση και το γκαγκστερικό θέαμα μπολιάζεται με γερές δόσεις ανθρώπινων σχέσεων και εκδίκησης. Η μαγεία της κάμερας του Λεόνε και η ολότελα ιδιοσυγκρασιακή ερμηνεία του ντε Νίρο θα ήταν αρκετές, μόνο που το «Κάποτε στην Αμερική» έχει και τη μουσική του μεγάλου Ένιο Μορικόνε στα υπερόπλα της, μουσκεύοντας λες όλο το φιλμ με πολλαπλά στρώματα συναισθήματος… [embedded content] «Καζίνο» (1995) Άλλο ένα ανεπανάληπτο γκαγκστερικό έπος του Σκορσέζε ήρθε να σφραγίσει τη μυθολογία του μεγαλοαφεντικών του εγκλήματος. Και παρά την τρίωρη διάρκειά του δεν ξεστρατίζει ούτε δευτερόλεπτο, απεικονίζοντας με κομμένη την ανάσα μια κοτζάμ αυτοκρατορία τζόγου, μια σειρά από αδυσώπητους κακοποιούς και μια πανέμορφη γυναίκα-τρόπαιο. Είναι σαν τα «Καλά παιδιά» να μετακόμισαν στο Λας Βέγκας! Κι ενώ την πρώτη παράσταση κλέβει αναμφίβολα ο Τζο Πέσι, όντας απλώς ο Τζο Πέσι, είναι ουσιαστικά η πολυπλοκότητα των σχέσεων και η πανταχού παρούσα ανθρώπινη κατάσταση αυτά που ξεπηδούν από το φιλμ και το κάνουν κλασικό. Ο γάμος συμφέροντος του ντε Νίρο και της Σάρον Στόουν, οι δυο παλιοί φίλοι που απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο και όσα μπαίνουν τελικά ανάμεσά τους. Κανείς δεν έκανε γκαγκστερικό σαν τον Σκορσέζε, λένε πολλοί, γιατί ο Σκορσέζε ποτέ δεν έκανε (μόνο) γκαγκστερικό… [embedded content] «Βρόμικο Σαββατοκύριακο» (1980) «Η Μαφία; Τους έχω χεσ…νους!», έτσι αντιμετωπίζουν οι λονδρέζοι μαφιόζοι σαν τον Χάρολντ Σαντ (Μπομπ Χόσκινς) τους αμερικανούς «νονούς» της Μαφίας στο εκπληκτικό βρετανικό φιλμ του Τζον Μακένζι. Ο Σαντ είναι το αδιαφιλονίκητο αφεντικό του υποκόσμου της αγγλικής μητρόπολης που παραέγινε άπληστο και μάλλον θα το πληρώσει. Και όταν οι βόμβες αρχίζουν να εκρήγνυνται και οι φόνοι να λαμβάνουν χώρα ο ένας πίσω από τον άλλο, τότε αναγκαστικά και το έδαφος κάτω από τα πόδια του θα αρχίσει να τρέμει. Το «The Long Good Friday» ξαναλέει μια γνώριμη γκαγκστερική πλοκή (ο βαρόνος του εγκλήματος που θέλει να φτιάξει ένα καζίνο με βρόμικα αμερικανικά δολάρια), μόνο που το κάνει με βρετανική προφορά, απίθανες ατάκες και μια ιστορική ανατροπή, καθώς εδώ είναι ο IRA που αρχίζει να τον βομβαρδίζει χωρίς να ξέρει γιατί. Ακόμα και ο ακραία σαδιστής τύπος που ενσαρκώνει ο Μπομπ Χόσκινς αξιώνει ωστόσο τη συμπάθειά μας, καθώς είναι αυθεντικά κακός. Και φέρεται καλά στα παιδιά και την ερωμένη του, κάτι είναι κι αυτό! [embedded content]