Αποψη: Λύση για το χρέος διά της αναβολής

Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι η ελάφρυνση χρέους θα αποφασιστεί στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, μαζί με τη μορφή που θα πάρει η επιτήρηση μετά τη λήξη του προγράμματος. Σε προηγούμενο άρθρο μου στην «Κ» (6.5.18), είχα σκιαγραφήσει δύο σενάρια για το χρέος: Το θετικό σενάριο περιελάμβανε παράταση της προθεσμίας λήξης του χρέους προς το EFSF και των διμερών δανείων που χρηματοδότησαν το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης, όπως ζητεί το ΔΝΤ, επαναγορά των δανείων του ΔΝΤ με μακροπρόθεσμο δάνειο από τον ΕΜΣ, και αιρεσιμότητα μόνο ως προς την επιστροφή των κερδών επί των ελληνικών κρατικών ομολόγων που διακρατεί το ευρωσύστημα (ANFA & SMP).Αυτό το σενάριο θα επέτρεπε στο ΔΝΤ να πιστοποιήσει ότι το χρέος είναι βιώσιμο και να ενεργοποιήσει το πρόγραμμα που ενέκρινε «κατ’ αρχήν» τον περασμένο Ιούλιο. Το αρνητικό σενάριο ήταν η λύση του προβλήματος διά της αναβολής: Οι Ευρωπαίοι εταίροι θα φροντίσουν να μειώσουν όσο γίνεται τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους τα επόμενα 3-4 χρόνια, χρησιμοποιώντας τα 27 δισ. που υπολογίζεται να περισσέψουν από τα 86 δισ. του τρίτου προγράμματος για να εξαγοράσουν το υπόλοιπο των δανείων του ΔΝΤ (9 δισ.) ή/και τα ομόλογα ANFA & SMP (14 δισ.), ώστε να μη χρειαστεί η Ελλάδα να αντλήσει σημαντικά ποσά από τις αγορές τα επόμενα χρόνια. Μια τέτοια εξέλιξη θα ισοδυναμούσε με παραδοχή ότι το πρόγραμμα απέτυχε, εφόσον απώτερος στόχος ήταν η χώρα να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών, ισοσκελίζοντας τον προϋπολογισμό και βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητά της. Ολα δείχνουν ότι κινούμαστε προς το αρνητικό σενάριο. Ο χρόνος για να ενεργοποιήσει το ΔΝΤ το πρόγραμμά του έχει παρέλθει, καταδεικνύοντας ότι οι Ευρωπαίοι δεν αποδέχονται τις προτάσεις του ΔΝΤ για γενναία ελάφρυνση χρέους. Το είπε ξεκάθαρα ο εκπρόσωπος του κόμματος της κ. Μέρκελ στην επιτροπή οικονομικών της γερμανικής Βουλής: «Εχω πρόβλημα με την επιμονή του ΔΝΤ για γενναία ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Το ερώτημα είναι αν το τίμημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα είναι υπερβολικά υψηλό». (Financial Times 1.6.18). Στο πρόσφατο συνέδριο του Economist στην Αθήνα, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ κ. Γκέρσον ξεκαθάρισε ότι δύσκολα το Ταμείο θα πιστοποιήσει ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, τη στιγμή που η ανάπτυξη είναι απογοητευτική, ο πληθυσμός μειώνεται, και οι τράπεζες αντιμετωπίζουν προβλήματα. Το αρνητικό σενάριο της λύσης του προβλήματος διά της αναβολής επιβεβαίωσε έμμεσα ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής κ. Ντομπρόβσκις, μιλώντας για την ανάγκη «εμπροσθοβαρούς ελάφρυνσης». Αντί να επιμείνει στην παρουσία του ΔΝΤ, η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την αποχώρηση του, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι το τίμημα είναι μία κακή συμφωνία για το χρέος. Η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη βελτίωση της αναπτυξιακής προοπτικής. Η σταδιακή μεταστροφή του παραγωγικού συστήματος προς τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες απαιτεί την υλοποίηση ενός φιλόδοξου σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης. Τέτοιο σχέδιο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν έχει παρουσιάσει. Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-22 στοχεύει σε υπερπλεονάσματα πάνω από τον στόχο 3,5% του ΑΕΠ, για να δημιουργήσει «δημοσιονομικό χώρο» ώστε να μπορεί να προσφέρει μειώσεις φόρων και κοινωνικές παροχές σε ομάδες των ψηφοφόρων της. Στη συζήτηση στη Βουλή ο κ. Τσακαλώτος χαρακτήρισε αυτή την πολιτική «επεκτατική», εφόσον στηρίζει τη ζήτηση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του ότι προϋπόθεση γι’ αυτή την επεκτατική πολιτική είναι η φορολογική αφαίμαξη της μεσαίας τάξης, που συρρικνώνει την ανάπτυξη. Αντί να δημιουργήσει δουλειές και πλούτο βελτιώνοντας το επιχειρηματικό κλίμα και προσελκύοντας επενδύσεις, η κυβέρνηση προσβλέπει σε αναδιανομή του εισοδήματος. Ανυπομονεί να αυξήσει το ελάχιστο ημερομίσθιο στο προ κρίσης επίπεδο, κι ας βρίσκεται η ανεργία στο 20%. Ανυπομονεί να μοιράσει το «μέρισμα της ανάπτυξης» στους ψηφοφόρους του. Ομως, οι μακροοικονομικές προβλέψεις στις οποίες στηρίζεται το ΜΠΔΣ είναι απίθανο να πραγματοποιηθούν με τα σημερινά δεδομένα: Η ιδιωτική κατανάλωση επιταχύνεται το 2019-20, όταν θα περικοπούν συντάξεις και αφορολόγητο. Οι επενδύσεις καλπάζουν αν και μειώθηκαν κατά 10% το πρώτο τρίμηνο φέτος. Οσο για τις εξαγωγές, η κυβέρνηση που επαγγέλλεται αναδιάρθρωση της οικονομίας προς την εξωστρέφεια προβλέπει ότι ο εξωτερικός τομέας θα έχει μηδενική συμβολή στην ανάπτυξη το 2019-22! Ο ΣΥΡΙΖΑ, με σύνθημα το «νέο», κυβερνάει όπως το βαθύ ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980. Αντί να στοχεύει στην εδραίωση μιας κουλτούρας αξιολόγησης και πειθαρχίας, η κυβέρνηση στελεχώνει το Δημόσιο με ημετέρους – παρά τη μνημονιακή υποχρέωση για «αποπολιτικοποίηση» (de-politicization) του κράτους. Συνδικαλισμός και κόμματα ζουν και βασιλεύουν. Ο «αντιεξουσιαστικός» ακτιβισμός εισβάλλει παντού –στην Τράπεζα της Ελλάδος, στη Βουλή, ακόμα και στα υπουργεία Αμυνας και Προστασίας του Πολίτη– ενώ η κυβέρνηση δηλώνει αντίθετη με την καταστολή. Μετά την έξοδο από το μνημόνιο ανυπομονεί να επιστρέψει στις πολιτικές που προκάλεσαν την κρίση. «Απώτερος στόχος μας είναι να αποκτήσουμε και πάλι την εθνική κυριαρχία. Επιτέλους ήρθε η ώρα της ελληνικής οικονομίας», δηλώνει ο πρωθυπουργός. Στα τέλη Μαρτίου ο κ. Καμμένος δήλωνε: «Δεν θα εφαρμόσουμε την περικοπή συντάξεων που ψηφίσαμε για το 2019. Μας έχετε για πολιτικά αφελείς να πάμε σε εκλογές με μειωμένες συντάξεις;». Ας μη μας κάνει εντύπωση, λοιπόν, ότι οι πιστωτές θεωρούν την Ελλάδα «ειδική περίπτωση». Είναι ένας εύσχημος τρόπος για να πουν ότι η Ελλάδα είναι ένα αθεράπευτα πελατειακό κράτος με δυσλειτουργική δημόσια διοίκηση. Γι’ αυτό και η επιτήρηση στα μεταμνημονιακά χρόνια θα είναι ασφυκτική. * Η κ. Μιράντα Ξαφά είναι senior scholar, Centre for International Governance Innovation (CIGI).