Ο «Τελευταίος των Μοϊκανών» που τόσο επιδεικτικά αγνόησαν τα Όσκαρ

«Τελευταίο των Μοϊκανών» έχει επικρατήσει να αποκαλούμε στη γλώσσα μας όποιον επιμένει να υπερασπίζεται αξίες και ιδανικά που για τους άλλους έχουν παρέλθει ή αυτόν που ανήκει σε μια ομάδα που τα μέλη της έχουν εκλείψει. Και το κάνουμε γιατί ακριβώς μια ταινία του 1992 μας έπεισε! Ο λόγος για τον «Τελευταίο των Μοϊκανών» του Μάικλ Μαν, μια από τις πλέον αγαπημένες ταινίες της δεκαετίας του 1990 που φαίνεται πως η εποχή της έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Σπανίως ακούς πια να τη συζητάνε, εκεί που άλλοτε πολλοί ορκίζονταν πως ήταν το φιλμ που τους είχε αγγίξει περισσότερο από κάθε άλλο. Αν την πιάσει κανείς σήμερα στο στόμα του, θα είναι για να μιλήσει για το πόσο πιστή ήταν στην πραγματική ιστορία ή όχι, άντε και για τη συγκινητική ερμηνεία του πάντα κορυφαίου Ντάνιελ Ντέι-Λιούις. Και είναι κρίμα! Στα χρόνια του ανηλεούς Επταετή Πολέμου (1756-1763) λοιπόν, στην πρώτη πραγματικά παγκόσμια σύρραξη δηλαδή, όταν Άγγλοι και Γάλλοι (και οι σύμμαχοί τους) χώριζαν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής, ο πόλεμος για τις αποικίες της Βόρειας Αμερικής έσπειρε μια νέα μορφή δεινών στους γηγενείς Αμερικανούς. Ινδιάνος είναι κι αυτός ο τελευταίος της φυλής των Μοϊκανών, που προσπαθεί να σώσει τον λαό και τις παραδόσεις του από τις δολοφονικές ορέξεις των χλωμών προσώπων. Και αυτός ο λευκός φυσικά, που μεγάλωσε με τους τελευταίους επιζώντες της ινδιάνικης φυλής και θα πάρει μέρος στον πόλεμο των Δυτικών για τον διαμοιρασμό της αμερικανικής πίτας. Αυτά μας περιγράφει το ομώνυμο ιστορικό μυθιστόρημα του Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ του 1826 που ανέλαβε να προσαρμόσει για το σινεμά και να μετατρέψει σε έργο ο Μάικλ Μαν. Στην τέταρτη εκδοχή του φυσικά, μιας και το Χόλιγουντ αγάπησε την ιστορία ήδη από τα χρόνια του βωβού ακόμα (αν και η γνωστότερη εκδοχή του είναι αυτή του 1936). Ο εκπληκτικός Ντάνιελ Ντέι-Λιούις μετατρέπεται λοιπόν σε ένα ινδιάνικο αγρίμι, καλώντας σε άφθονη δράση και αναγκάζοντας σε εξίσου δυνατές ερμηνείες όλο το καστ. Μεγάλος μάστορας ο Μάικλ Μαν (σκηνοθέτης επίσης των «Heat», «The Insider» και «Collateral»), το σφιχτοδεμένο της πλοκής και η ανυπέρβλητη δράση είναι τουλάχιστον εξασφαλισμένα στις ταινίες του. Αυτό είναι ο «Τελευταίος των Μοϊκανών», ένα χορταστικότατο φιλμ που περιέχει τα πάντα σε ίσες δόσεις: μάχες, ρομάντζο, απαστράπτουσα φωτογραφία, υπέροχα τοπία και ένα από τα καλύτερα soundtrack του σύγχρονου σινεμά, που δεν μένει στον ρόλο του μουσικού χαλιού, αλλά αποκτά και σαφείς δραματουργικές διαστάσεις. Η κάμερα του Μαν χαρίζει μαγευτικές λήψεις παραδίδοντας μια σχεδόν επική περιπέτεια που θα τη θυμάσαι για καιρό. Όχι ως ό,τι καλύτερο έχεις δει στη μεγάλη οθόνη, αλλά σίγουρα ως κάτι αξιομνημόνευτο, μια από αυτές τις ευχάριστες κινηματογραφικές βραδιές που όλοι θέλουμε να απολαμβάνουμε, όποιες κι αν είναι οι σινεφιλικές μας αναφορές. Τελειομανής τόσο ο σκηνοθέτης όσο και ο πρωταγωνιστής του, ο Ντέι-Λιούις πέρασε ένα καλό διάστημα στις ερημιές για να ζήσει ως ανιχνευτής και να μάθει τεχνικές επιβίωσης από τους καλύτερους. Και μπήκε τόσο στον ρόλο (πολύ πριν τα γυρίσματα) που τον έβλεπαν να κυκλοφορεί παντού με το τουφέκι του και να αποφεύγει την τεχνολογία του 20ού αιώνα, ώστε να παραμένει και στον πραγματικό κόσμο ο χαρακτήρας της ταινίας. Και το έκανε τόσο καλά που μετά την παραγωγή είχε προβλήματα να εγκλιματιστεί ξανά στις τσιμεντουπόλεις του καιρού του! Εξίσου περφεξιονιστής ήταν και ο Μάικλ Μαν, που έκανε πολύ περισσότερες λήψεις απ’ όσες πραγματικά χρειαζόταν, φτάνοντας τα γυρίσματα ως το βράδυ. Και μετά διαμαρτυρόταν γι’ αυτή την «πορτοκαλί λάμψη» που του χαλούσε τα πλάνα, αναγκάζοντας τον βοηθό του να τον επαναφέρει κάθε τόσο στην πραγματικότητα: ο ήλιος ήταν που ανέτειλε! Με αυτά και τα άλλα, το αρχικό μοντάζ έκανε τον «Τελευταίο των Μοϊκανών» ένα τρίωρο έπος, που μετά κόπων και βασάνων (και με τα στελέχη της Warner Bros να κλαίνε γοερά) έφτασαν σε αυτά τα 112 λεπτά της κινηματογραφικής του προβολής. Το 2010, όταν το φιλμ κυκλοφόρησε σε Blu-Ray, ο Μαν έσπευσε να προσθέσει άλλα 5 λεπτά που αποκάλυπταν ένα κομμάτι του αρχικού του οράματος. Ένα όραμα που ξεπέρασε τον αρχικό προϋπολογισμό κατά 7 ολόκληρα εκατομμύρια, η τελειομανία του επιβραβεύτηκε όμως από τον κόσμο, που εξασφάλισε στην ταινία διπλάσιες εισπράξεις από το κόστος, παραμένοντας τόσο εμπορική όσο και καλλιτεχνική επιτυχία (από τις εμπορικότερες ταινίες της χρονιάς). Και ήταν πράγματι το μεγάλο σκάνδαλο της απονομής των Όσκαρ του 1993, που παρά τις πολύ καλές κριτικές και τη μεγάλη αγάπη του κόσμου άφησαν το φιλμ στα αζήτητα. Προτάθηκε (και κέρδισε κιόλας) αποκλειστικά σε μία κατηγορία, αυτή του ηχητικού μοντάζ! Πολύ καλύτερα τα πήγε στα βρετανικά BAFTA, μαζεύοντας 7 υποψηφιότητες και φεύγοντας με Βραβείο Φωτογραφίας και Βραβείο Μακιγιάζ. Όσο για τη φοβερή μουσική των Trevor Jones και Randy Edelman, επιβραβεύτηκε απλώς με υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα. Παρά την τεράστια και κοπιαστική δηλαδή δουλειά να φτιαχτούν όλα τα σκηνογραφικά και ενδυματολογικά αντικείμενα με τον παραδοσιακό τρόπο των Ινδιάνων: κάθε τόξο, κάθε βέλος, κάθε τόμαχοκ, κάθε μοκασίνι. Κάτι που έχει τη σημασία του φυσικά, αν και δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το πόσο πραγματικά απολαυστικός είναι ο «Μοϊκανός», που δεν είναι μια ιστορική ταινία για τις περίπλοκες αγγλο-γαλλο-ινδιάνικες σχέσεις της αποικιοκρατικής Αμερικής (και σωστά, καθώς βρίθει ανακριβειών), αλλά για ένα παθιασμένο ειδύλλιο με φόντο τις αιματοβαμμένες ιμπεριαλιστικές μάχες. Για έναν ήρωα που προσπαθεί να κερδίσει το κορίτσι δηλαδή, ένα αγαπημένο κινηματογραφικό μοτίβο που εδώ λέγεται με τρόπο διασκεδαστικότατο. Και συγκινητικό. Και περήφανο, σαν τους Ινδιάνους του… Γιατί να το δεις: Για τον θυελλώδη έρωτα, την επική μελαγχολία και την ακατάβλητη αίσθηση της τιμής που προκαλεί τα ίδια συναισθήματα όσα χρόνια κι αν περάσουν. Και για κείνο το καλοκαιρινό βραδάκι που θες κάτι απλό και ωραίο να περάσεις δυο χαρωπές κινηματογραφικές ωρίτσες. Τις οποίες θα θυμάσαι μετά θες δεν θες, μιας και… Μάικλ Μαν! «Ο τελευταίος των Μοϊκανών» Παραγωγή: Αμερική Σκηνοθεσία: Μάικλ Μαν Πρωταγωνιστούν: Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, Μάντλιν Στόου, Ράσελ Μινς [embedded content]