Νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και αρμοδιότητα

Φημολογείται η παραπομπή στους εισαγγελείς εγκλημάτων διαφθοράς, από την προανακριτική επιτροπή της Βουλής, της υπόθεσης Novartis, προς έρευνα για μεν την παθητική δωροδοκία (δωροληψία) των υπουργών, διότι τελέσθηκε επ’ ευκαιρία των καθηκόντων τους και όχι εντός αυτών, για δε τη νομιμοποίηση παρανόμων εσόδων, διότι δεν περιλαμβάνεται στα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 86 του Συντάγματος.Η νομιμοποίηση παρανόμων εσόδων (ξέπλυμα βρώμικου χρήματος) προϋποθέτει την τέλεση κάποιου από τα «βασικά» εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 ν. 3691/2008, το δε έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών (ΑΠ 1278/ 2016, 1925/2010). Εχει κριθεί, παγίως, ότι το «βασικό» έγκλημα αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως παρανόμων εσόδων, ώστε η εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπουν την προγενέστερη πράξη να καλύπτει την όλη απαξία της εγκληματικής δράσεως του υπαιτίου και δεν αρκεί μόνον η απόκτηση, κατοχή ή χρήση της περιουσίας (δώρου), εν γνώσει ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, αλλά πρέπει ο υπαίτιος να ενεργεί με σκοπό συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης της περιουσίας. Για το εάν η παθητική δωροδοκία έχει τελεσθεί εντός ή εκτός των καθηκόντων υπουργού, μόνο η Βουλή μπορεί να αποφανθεί, διότι αυτό προϋποθέτει έρευνα (προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση ή ανάκριση) αν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι συντρέχουν οι όροι του εγκλήματος, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που μπορούν να θεμελιώσουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόστασή του (ΑΠ 2035/2009), την οποία το Σύνταγμα (άρθρο 86) έχει αναθέσει ρητά σε αυτήν. Κατά συνέπειαν, η έρευνα για τη νομιμοποίηση εσόδων δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ταυτόχρονη έρευνα για το βασικό έγκλημα. Περαιτέρω, το βασικό έγκλημα (παθητική δωροδοκία) δεν αρκεί να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζονται επαρκώς η ταυτότητα αυτού, ο χρόνος τέλεσής του και οι δράστες του, από πειστικά στοιχεία και, κατά αντικειμενική εκτίμηση, επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου (ΑΠ 2035 /2009). Περαιτέρω, πρέπει να διευκρινισθεί αν τα δώρα ή τα μη προσήκοντα ανταλλάγματα δόθηκαν στον κατηγορούμενο προκειμένου αυτός να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη. Πρέπει, ακόμη, να διευκρινισθεί αν η ενέργεια ή παράλειψη βρίσκεται εντός του κύκλου της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στην υπηρεσία του ή αντίκειται στα καθήκοντά του. Ολα αυτά τα στοιχεία πρέπει να ερευνηθούν για να καταστεί δυνατή η στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας και, ακολούθως, η στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης παρανόμων εσόδων. Δεν είναι δυνατόν η έρευνα αυτή, που αφορά έγκλημα του οποίου η εξέταση, προανάκριση ή ανάκριση μπορεί να γίνει από τη Βουλή, να ερευνηθεί από την τακτική δικαιοσύνη, χωρίς την άδειά της. Επομένως, το «βασικό» έγκλημα της δωροληψίας που συνιστά τον πυρήνα της νομιμοποιήσεως εσόδων, και η έρευνά του, έστω και αν έχει παραγραφεί, ανήκει, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, στην αρμοδιότητα της Βουλής. Ετσι, και τα δύο εγκλήματα, μόνον από τη Βουλή μπορούν να ερευνηθούν και όχι από τους εισαγγελείς εγκλημάτων διαφθοράς, οι οποίοι είναι παντελώς αναρμόδιοι προς τούτο. Την αρμοδιότητα αυτή μπορούν να την αποκτήσουν μόνο ύστερα από σχετική απόφαση της Ολομελείας της Βουλής, όπως ορίζει το ανωτέρω άρθρο του Συντάγματος.* Ο κ. Λουκάς Λυμπερόπουλος είναι επίτιμος αρεοπαγίτης, Δ.Ν.