Όταν το «Pulp Fiction» αιφνιδίαζε τον παγκόσμιο κινηματογράφο και έκανε την Ευρώπη να υποκλιθεί ευλαβικά

O παλιός αμερικανός σκηνοθέτης των κλασικών επιτυχιών Χάουαρντ Χοκς έδωσε κάποια στιγμή τον δικό του ορισμό για την καλή ταινία: «Τρεις καλές σκηνές. Καμιά κακή σκηνή».Και δύσκολα θα βρεις ταινία της τελευταίας τριακονταετίας με περισσότερες καλές σκηνές από το «Pulp Fiction»!Αυτό το μη γραμμικό έπος που έπιασε εξαπίνης τόσο το αμερικανικό όσο και το ευρωπαϊκό σινεμά ήταν μια από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας του 1990, ένα ντελιριακό μεταμοντέρνο αμάλγαμα νεονουάρ μυστηρίου, μαύρης κωμωδίας και ποπ αισθητικής.Κάνοντας ακόμα και τον στριφνό, πλην κορυφαίο, κριτικό κινηματογράφου Roger Ebert να χαιρετίσει τον Κουέντιν Ταραντίνο ως τον «Τζέρι Λι Λιούις του σινεμά, έναν καταιγιστικό ερμηνευτή που δεν νοιάζεται αν θα σπάσει το πιάνο, φτάνει να το απολαύσει ο κόσμος». Και το «Pulp Fiction» ήταν αυτό ακριβώς, μια ακραία διασκεδαστική ταινία, μια πικρή κωμωδία που τα έχει όλα: αίμα, βία, σεξ, ναρκωτικά, σικέ αγώνες, πτώματα, χυμένα μυαλά, σοδομισμούς, ακόμα και ένα ρολόι χειρός που διαγράφει το δικό του σκοτεινό ταξίδι διαμέσου των γενεών.Με άπλετα χαρακτηριστικά που κάνουν άλλες ταινίες να θεωρούνται b-movies και γεμάτο κλισέ συστατικά, το γκαγκστερικό πόνημα του Ταραντίνο δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο απλό αναμάσημα όλων των παλαιότερων. Ήταν κάτι ολότελα φρέσκο, μια καινούρια κινηματογραφική γραφή που ερχόταν για να μείνει και να μπολιάσει το σινεμά με εκείνα τα πράγματα που σου αρέσει να βλέπεις χωρίς να ξέρεις τον λόγο.Και είναι ίσως αυτό το σπάσιμο της γραμμικής αφήγησης που σε κάνει να το βλέπεις και να το ξαναβλέπεις και να μη μπορείς ποτέ να θυμηθείς τι ακολουθεί ή τι έχει προηγηθεί. Το σπονδυλωτό «Pulp Fiction» αναδιπλώνεται αριστουργηματικά στον εαυτό του, λέει αρκετές ιστορίες που άλλοτε είναι παράλληλες και άλλοτε διασταυρώνονται, βάζει όμως σε πρώτο πλάνο τους χαρακτήρες του. Χαρακτήρες περιθωριακούς που κατοικούν στα σκοτάδια, σε έναν κόσμο εγκλήματος και ίντριγκας, προδοσίας και απόγνωσης. Μαφιόζοι, πιστολάδες, ξοφλημένοι μποξέρ, ληστές εστιατορίων πυροβολούν ατάκες και τρέφονται από άνομες περιπέτειες που για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν χορταίνεις να βλέπεις.Ο κόσμος του «Pulp Fiction» δεν είναι ο φυσιολογικός μας κόσμος και οι μέρες του δεν είναι η καθημερινότητά μας. Η άναρχη χρονολογική σειρά, αυτές οι φέτες χρόνου που ανακατεύει σαν ταχυδακτυλουργός ο Ταραντίνο, κάνουν τις σκηνές να διαδέχονται η μία την άλλη αβίαστα, αν και κάπως ανορθόδοξα είναι η αλήθεια, αποζητώντας την πλήρη προσοχή μας. Μια προσοχή που έχει εξασφαλίσει βέβαια το «Pulp Fiction» ήδη από την πρώτη στοχαστική συνομιλία των δυο πιστολέρο του, καμιά αμφιβολία.Χρησιμοποιώντας κλισέ για να τα καταρρίψει και την έκπληξη για χάρη της καθαρής έκπληξης, ο Ταραντίνο μάς ξαναλέει εδώ ιστορίες που έχουμε δει στο σινεμά, μόνο που το κάνει με τρόπο ολότελα διαφορετικό. Γιατί φιλτραρισμένη μέσα από τις κινηματογραφικές (και μη) αναφορές του, η δική του αφήγηση παίζει ακριβώς με τις προσδοκίες του θεατή και συχνότατα μάλιστα τις περιπαίζει και τις εμπαίζει! Και είναι πραγματικά αυτοί οι διάλογοι που τσακίζουν κόκαλα που στέλνουν το «Pulp Fiction» στα ουράνια της κινηματογραφικής πρόζας, ένα βάθρο που δύσκολα θα απειληθεί.Η καλογραμμένη πρόζα του σεναριακού διδύμου Κουέντιν Ταραντίνο-Roger Avary έχει συγκριθεί ακόμα και με τους ογκόλιθους του χώρου, τύπους σαν τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, τον Ντάσιελ Χάμετ και τον Έλμορ Λέοναρντ δηλαδή, σε όρους επιδεξιότητας και τεστοστερόνης. Οι λέξεις που βγαίνουν από τα στόματα των περιθωριακών αυτών τύπων έχουν χιούμορ, χωρίς να εκβιάζουν ωστόσο το γέλιο μας. Άλλοτε πάλι είναι καθαρή ποίηση, ένας υπέροχος και λειτουργικότατος τρόπος να μη μιλούν ουσιαστικά για τίποτα. Ή να τα λένε όλα με δυο λέξεις.Το «Pulp Fiction», παρά την ανάλαφρη ροή του που ρουφάς μονοκοπανιά, είναι πολύ πιο πυκνό νοηματικά και στιλιστικά απ’ όσο φαίνεται. Παίζει θρασύτατα με τα κινηματογραφικά είδη, διαπερνά τάσεις και αισθητικές, διατρέχει την ίδια την ιστορία του κινηματογράφου και επιστρέφει αυθάδικα όπου το πάνε οι εμμονές και οι σινεματικές ψυχώσεις του δημιουργού του.Όλα είναι εκεί για έναν λόγο, ακόμα κι αν εσύ δεν ξέρεις τον λόγο. Θυμάστε, ας πούμε, την περιβόητη εναρκτήρια σκηνή μεταξύ των δύο πληρωμένων δολοφόνων (Τραβόλτα και Τζάκσον) που καθ’ οδόν για ένα ακόμα αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών συζητούν πολλά και διάφορα; Από τους νόμους για τα ναρκωτικά που ισχύουν στο Άμστερνταμ και πώς λένε το μπέργκερ των McDonald’s στο Παρίσι μέχρι και για το αν το μασάζ στα πόδια συνιστά ερωτικό κάλεσμα;Θυμάστε ότι τμήματα αυτού του διαλόγου επαναλαμβάνονται κατακερματισμένα ή μεταμορφωμένα σε άλλα σημεία της ταινίας; Το μπέργκερ των McDonald’s αναβιώνει λίγα λεπτά αργότερα, μέσα στο διαμέρισμα με τους πιτσιρικάδες, την ίδια ώρα που η ιστορία με το πώς ο μαφιόζος Marsellus πέταξε έναν τύπο από τον τέταρτο όροφο επειδή έκανε στη γυναίκα του μασάζ ποδιών δεν είναι παρά ταραντινική παγίδα! Ο σκηνοθέτης στρώνει εδώ το δραματουργικό έδαφος για τη σκηνή που θα πάρει η Mia Wallace (Ούμα Θέρμαν) υπερβολική δόση και θα την πάει ο Vincent (Τραβόλτα) στον έμπορο ναρκωτικών του, κάνοντάς της εκείνη την ένεση αδρεναλίνης στην καρδιά. Παραβαίνοντας δηλαδή τον ρητό όρο να μην ακουμπήσει τη γυναίκα του στο ραντεβού τους, τον όρο που εκπαραθύρωσε τον άλλον.Και ήταν αυτό ακριβώς, το πολυεπίπεδο της αφήγησης και το πολυσήμαντο των διαλόγων, που εκτίμησε η ευρωπαϊκή κινηματογραφία και έστειλε το τρομερό παιδί του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου στον θρόνο του σινεμά. Οι Κάννες είχαν ήδη πάθει την πλάκα τους το 1992, όταν παίχτηκε (εκτός επίσημου διαγωνιστικού) σε μια μεταμεσονύκτια προβολή το βέβηλο «Reservoir Dogs» και άφησε άπαντες με το στόμα ανοιχτό. Όπως είχε γίνει εξάλλου και στο ανεξάρτητο Φεστιβάλ του Sundance τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς.Στις 12 Μαΐου 1994, δύο χρόνια μετά το εκρηκτικό του ντεμπούτο στις Κάννες, ο Ταραντίνο επιστρέφει στη Γαλλική Ριβιέρα για τα αποκαλυπτήρια της δεύτερης ταινίας του. Λίγες μέρες αργότερα, ο άγνωστος και ξερακιανός σκηνοθέτης θα ανέβαινε στη σκηνή του κορυφαίου κινηματογραφικού φεστιβάλ του κόσμου για να παραλάβει τον Χρυσό Φοίνικα από τον πρόεδρο της επιτροπής, Κλιντ Ίστγουντ! Κλέβοντάς τον δηλαδή από τον Κισλόφσκι και την «Κόκκινη» ταινία του, την τελευταία της αριστουργηματικής τριλογίας των «Τριών Χρωμάτων» του.Την επόμενη χρονιά, στις 27 Μαρτίου 1995 συγκεκριμένα, το «Pulp Fiction» βρέθηκε να διεκδικεί εφτά χρυσά αγαλματίδια. Ο Ταραντίνο (και Avary) πήρε τελικά το Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου, καθώς η βραδιά ανήκε σχεδόν αποκλειστικά στον «Forrest Gump». Μόνο που το «Pulp Fiction» πήρε όλη τη δεκαετία των ’90s.Γιατί να το δεις: Αν δεν το έχεις δει δηλαδή, κάτι που είναι κομματάκι δύσκολο. Γιατί είναι ένα παραληρηματικό φιλμ, ένα πραγματικό όργιο φτηνών κόλπων και μεγάλης αφήγησης. Μια ταινία που ρουφιέται κυριολεκτικά με όλες τις αισθήσεις και από αυτές τις δημιουργίες που δεν θα θες να τελειώσουν. Θα καθίσεις αναπαυτικά στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου με την αιματοβαμμένη ταπετσαρία και τα χυμένα μυαλά ολόγυρα, πλάι στο πτώμα του Marvin, και θα το αφήσεις να σε πάει μια βόλτα σε μονοπάτια ανομολόγητα, δίχως ηθικά διδάγματα και φιλοσοφίες. Μια βόλτα από αυτές που δύσκολα θα ξεχάσεις…«Pulp Fiction»Παραγωγή: ΑμερικήΣκηνοθεσία: Κουέντιν ΤαραντίνοΠρωταγωνιστούν: Τζον Τραβόλτα, Σάμιουελ Τζάκσον, Τιμ Ροθ, Ούμα Θέρμαν, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Αμάντα Πλάμερ, Μπρους Γουίλις, Ροζάνα Αρκέτ, Κρίστοφερ Γουόκεν, Στιβ Μπουσέμι[embedded content]