«Platoon», το ανατρεπτικό φιλμ που επέλεξε να μη βιάσει την Ιστορία για το Βιετνάμ

Ο μεγάλος γάλλος σκηνοθέτης Φρανσουά Τριφό έλεγε πως είναι αδύνατο να κάνεις μια αντιπολεμική ταινία, καθώς όλα τα φιλμ που έχουν να κάνουν με πόλεμο, με την αδρεναλίνη να ρέει άφθονη και την αίσθηση της περιπέτειας, καταλήγουν να κάνουν τις μάχες να δείχνουν διασκεδαστικές.Και είναι μεγάλο κρίμα που ο πιονέρος του γαλλικού Νέου Κύματος έφυγε από τη ζωή το 1984, καθώς δύο χρόνια αργότερα θα έβγαινε στις σκοτεινές αίθουσες η ταινία που θα τον έκανε ενδεχομένως να αλλάξει άποψη.Το «Platoon» (1986) ήταν πράγματι η παρθενική φορά που το σινεμά αποφάσισε να μας δείξει τον πόλεμο από τα κάτω του, μέσα από τα μάτια του απλού φαντάρου, και είναι αναμφίβολα ένα φιλμ που δεν κάνει τον πόλεμο να φαίνεται διασκεδαστικός.Το 1979 είχε βγει στους κινηματογράφους η «Αποκάλυψη τώρα», το ανεπανάληπτο αντιπολεμικό αριστούργημα του Φράνσις Φορντ Κόπολα, μια ταινία που στην εποχή της διατεινόταν πως «είναι το πραγματικό Βιετνάμ». Μόνο που η καθοριστική εξάρτησή της από μύθους και συμβολισμούς ώστε να μεταδώσει την παράνοια του πολέμου εμπόδισε το κοινό να πιστέψει ότι έβλεπε τον Πόλεμο του Βιετνάμ όπως πράγματι ήταν. Ήταν περισσότερο μια παραβολή για το Βιετνάμ παρά μια κινηματογραφική μαρτυρία για το Βιετνάμ.Κι έτσι ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η Αμερική περίμενε με καρδιοχτύπι μια ταινία που θα παρουσίαζε την αυθεντική εμπειρία του φαντάρου στον πόλεμο που πλήγωσε ανεπανόρθωτα τις ΗΠΑ. Το 1986 ωστόσο όλοι πήραν αυτό που εύχονταν, την πρώτη «πραγματική» ταινία για το Βιετνάμ.Χαρακτηριστική εδώ είναι η μαρτυρία του πολεμικού ανταποκριτή του περιοδικού «Time» στον Πόλεμο του Βιετνάμ, David Halberstam, o οποίος είδε το «Platoon» και το παίνεψε όσο κανείς για την αληθοφάνειά του: «Τα άλλα φιλμ του Χόλιγουντ για το Βιετνάμ ήταν βιασμός της Ιστορίας. Αλλά το ‘‘Platoon’’ είναι ιστορικά και πολιτικά ακριβές».Και πράγματι ήταν. Γιατί αντίθετα με τα εμβληματικά φιλμ της κατηγορίας, όπως η «Αποκάλυψη τώρα» (1979) ή ο «Ελαφοκυνηγός» (1978), που μεταχειρίστηκαν τον πόλεμο ως μεταφορά, το «Platoon» ήταν μια κυριολεξία του τόπου και του χρόνου, μια αυθεντική εξομολόγηση για το τι σημαίνει η μάχη για τον απλό οπλίτη, που ούτε από πολιτικά παιχνίδια καταλαβαίνει ούτε και νοιάζεται δηλαδή όσο η ζωή του κινδυνεύει νυχθημερόν.Έκανε όμως και κάτι άλλο: έδειξε πως ακόμα και στην ανατριχιαστική καθημερινότητα του πολέμου, οι στρατιώτες μεταφέρουν τον μικρόκοσμό τους, το ακανθώδες πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων που έχουν στην πατρίδα τους, με τους ανταγωνισμούς και τις διακρίσεις που επιβάλουν αναγκαστικά οι φυλές και οι τάξεις στην οποία ανήκει ο καθένας.Ένας φοιτητής που εγκατέλειψε το κορυφαίο πανεπιστήμιο Yale για να δουλέψει δάσκαλος στη Σαϊγκόν και να μπαρκάρει κατόπιν σε εμπορικά καράβια κατατάγηκε αμέσως στο Πεζικό όταν οι ΗΠΑ μπλέχτηκαν στην περιπέτεια του Βιετνάμ. Εκεί τραυματίστηκε, παρασημοφορήθηκε και επιστρέφοντας στην πατρίδα του είπε να γράψει για τις εμπειρίες του.Όχι, δεν μιλάμε για τον πρωταγωνιστή του «Platoon», τον οπλίτη Κρις Τέιλορ, αλλά για τον ίδιο τον Όλιβερ Στόουν, που έγραψε και σκηνοθέτησε το αντιπολεμικό έπος. Και όπως το έλεγε καλύτερα ο ίδιος: «Το έγραψα όσο πιο καθαρά μπορούσα να το θυμηθώ». Γι’ αυτό και το φιλμ του ήταν αληθινό, γιατί μοιράστηκε τις δικές του πραγματικές εμπειρίες. Αλλά και τις εμπειρίες των φαντάρων δίπλα του. Ακόμα και η αφρο-αμερικανική κοινότητα τραγούδησε το «Platoon», λέγοντας πως ήταν η πρώτη ταινία που κατάλαβε πώς ένιωθε ο μαύρος φαντάρος που στάλθηκε να πολεμήσει για μια πατρίδα που του γυρνούσε ρατσιστικά την πλάτη.Όλα είναι αληθινά στο «Platoon», οι μάχες του είναι «οι μάχες και τα περιστατικά στα οποία είχα εμπλακεί» και οι πρωταγωνιστές του «οι άνθρωποι που είχα γνωρίσει εκεί», όπως εξομολογήθηκε ο βετεράνος του Πολέμου του Βιετνάμ που μετατράπηκε σε σεναριογράφο και σκηνοθέτη κατόπιν. Και αυτή η τέταρτη ταινία του θα τον έστελνε στην πρώτη γραμμή των αμερικανών κινηματογραφιστών, καθώς ούτε για γεωπολιτικά παιχνίδια μίλησε εκεί ούτε και μεγαλύτερες εικόνες. Μόνο για το πώς ήταν ο πόλεμος και η καθημερινότητα για εκατοντάδες χιλιάδες πεζικάριους που στάλθηκαν σε μια ζούγκλα να πολεμήσουν έναν αόρατο εχθρό.Ο Στόουν θυμόταν τους σκληροπυρηνικούς και μοβόρους από τη μια μεριά στρατιώτες και αξιωματικούς που δεν χάριζαν κάστανα και τους άλλους, τους μαλθακούς, από την άλλη, που μαστούρωναν τα βράδια για να βγάλουν τη μέρα. Γι’ αυτό και το «Platoon» είναι τόσο δυνατό, γιατί φέρνει σε τραγική και εξόχως παράταιρη αντίθεση τις φρικαλεότητες της μάχης και τις τεταμένες σχέσεις στο στρατόπεδο, ξεχνώντας κάποιες φορές ποιος είναι ο εχθρός και ποιος ο φίλος.Το «Platoon» γίνεται κάποιες φορές μελοδραματικό και άλλοτε ξιπασμένο, αμφότερα χαρακτηριστικά της αφήγησης του Στόουν, δεν χάνει όμως ποτέ τον ρεαλισμό του, αυτή την τρομακτική εξάρτησή του από την πραγματικότητα. Την πραγματικότητα του στρατιώτη Στόουν που πρέπει τώρα να λειτουργήσει ως σκηνοθέτης Στόουν.Γι’ αυτό και το φιλμ του είναι τραχύ και σκληρό, χωρίς ήπιες ψυχολογικές μεταπτώσεις ή αφηγηματικά φτιασιδώματα δηλαδή, καθώς είναι εδώ να μεταδώσει τη συναισθηματική αλήθεια της μάχης, εκεί όπου τα στολίδια της πολιτικής ζωής είναι ολότελα ξένα. Ο Στόουν εξηγεί χωρίς να δικαιολογείται, συγχωρεί χωρίς να ξεχνά, γιατί αφηγείται σαν πεζικάριος και δεν κάνει παραβολές ή μετουσιώσεις, ούτε μηνύματα θέλει να περάσει.Τις μνήμες του μοιράζεται και ο νεαρός στρατιώτης που ενσαρκώνει μοναδικά ο Τσάρλι Σιν δεν είναι παρά ο ίδιος του ο εαυτός, ένας μεγαλοαστός που κατατάσσεται εθελοντικά στον πόλεμο νιώθοντας το πατριωτικό κάλεσμα. Γι’ αυτό και με το που φτάνει στο Βιετνάμ ακούει να του λένε «Δεν ανήκεις εδώ». Ναι, δεν ανήκει.Ο άπειρος φαντάρος θα ανακαλύψει πως ούτε ηρωισμοί υπάρχουν στον πόλεμο ούτε ήρωες, με τον τρόπο της λογοτεχνίας και του συλλογικού φαντασιακού τουλάχιστον. Παρά μόνο κακουχίες και βάσανα, έλλειψη ύπνου, έντομα και φίδια, μελανιές και κοψίματα, αλλά και αυτός ο συνεχής φόβος να πλανάται πάνω από όλα.Και θα δει σταδιακά πως ο πόλεμος είναι οι άνθρωποί του. Αυτός ο βετεράνος λοχίας (Τομ Μπέρεντζερ) που οι άντρες του ορκίζονται πως δεν μπορεί να πεθάνει, εκείνος ο επίσης ικανότατος μαχητής που καταφεύγει στα ναρκωτικά για να μη χάσει το μυαλό του (Γουίλεμ Νταφόε), αλλά και το τρομαγμένο παιδί (Κέβιν Ντίλον) που έχει γίνει επικίνδυνος γιατί έτσι πιστεύει πως θα επιβιώσει.Την ίδια ώρα, σπανίως μάς δείχνει ο Στόουν ένα καθαρό και ευδιάκριτο πλάνο του αντίπαλου στρατιώτη. Οι Βιετκόνγκ είναι κάπου εκεί έξω, τους μισοβλέπουμε σαν φαντάσματα μέσα από τα φυλλώματα ή σαν πατημασιές στο χώμα, καθώς ο κίνδυνος καραδοκεί ολόγυρα και κάποιες φορές παίρνει ακόμα και το πρόσωπο των αθώων χωριανών, που εξαγριώνουν τους στρατιώτες ακόμα και με το αβοήθητο ή το ταραγμένο του βλέμματός τους. Ακόμα και Αμερικανούς να σκοτώνουν Αμερικανούς βλέπουμε, η παράνοια του πολέμου πλευρές δεν κοιτά.Ο Στόουν κατάφερε πράγματι να κάνει μια καθηλωτική και άβολη πολεμική ταινία με τίποτα το διασκεδαστικό εντός της. Κι αυτό γιατί δεν διάλεξε πλευρά. Δεν υπάρχουν στο «Platoon» διακριτές δυνάμεις, ποτέ δεν ξέρεις ποια είναι η «δική μας» πλευρά και ποια η «δική τους».Γιατί πρέπει να το δεις: Γιατί το «Platoon» μοιάζει περιέργως σαν να είναι η πρώτη ταινία που έγινε ποτέ για τον Πόλεμο του Βιετνάμ, αυτή που μας είπε τα πράγματα ως είχαν, πριν αρχίσουν οι διδακτισμοί και οι συμβολισμοί. Μια ταινία που συνεχίζει να διδάσκει πως πριν μιλήσεις μεγαλόστομα για κάτι -έναν πόλεμο εδώ-, οφείλεις να το καταλάβεις από τα κάτω του, από την ίδια του τη βάση.Κι αν στην εποχή του δίχασε κοινό και κριτικούς για την ευθύτητα και τη βιαιότητά του, εγκαινίασε μια νέα εποχή για το πώς πρέπει να λέει ο κινηματογράφος ιστορίες πολέμου. Όλα τα κατοπινά πολεμικά και αντιπολεμικά φιλμ πάτησαν πάνω του. Εκτός βέβαια από τον άλλο ογκόλιθο της κατηγορίας, το «Full Metal Jacket» (1987) του Κιούμπρικ, που γυριζόταν ήδη όταν βγήκε στις αίθουσες το «Platoon».Η Καλύτερη Ταινία και Καλύτερος Σκηνοθέτης στα Όσκαρ του 1986 έχουν μια ιστορία να πουν, όχι απαραίτητα την ίδια…«Platoon»Παραγωγή: ΑμερικήΣκηνοθεσία: Όλιβερ ΣτόουνΠρωταγωνιστούν: Τσάρλι Σιν, Τομ Μπέρεντζερ, Γουίλεμ Νταφόε, Κέβιν Ντίλον, Φόρεστ Γουίτακερ, Τζόνι Ντεπ, John C. McGinley, Keith David, Mark Moses, Francesco Quinn[embedded content]