Παράκαμψη Κανονισμού της Βουλής

Με την επίκληση αφενός της πρωθυπουργικής επιθυμίας να είναι παρών ο κ. Τσίπρας στη συζήτηση και αφετέρου του θέματος που προέκυψε με την κατάθεση απορρήτων εγγράφων από τον κ. Λοβέρδο στη Βουλή, ο κ. Ν. Βούτσης, στηριζόμενος στην πλειοψηφία που διαθέτουν ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στη διάσκεψη των προέδρων, ζήτησε και πέτυχε την αναβολή για την ερχόμενη Δευτέρα της προγραμματισθείσας να γίνει σήμερα συζήτησης επίκαιρης επερώτησης της Ν.Δ. προς τον υπουργό Εθνικής Αμυνας για το ζήτημα της πώλησης υλικού των Ε.Δ. στη Σαουδική Αραβία.Τυπικώς, ωστόσο, σύμφωνα με το γράμμα του Κανονισμού της Βουλής, η αναβολή αυτή ελέγχεται ως προς την «κανονικότητά» της.Πρώτον, σύμφωνα με το άρθρο 135 §8, μόνον ο υπουργός στον οποίο απευθύνεται η επερώτηση «μπορεί μία μόνο φορά και για εξαιρετικούς λόγους να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης μιας επερώτησης για προσεχή συνεδρίαση κοινοβουλευτικού ελέγχου». Ανάλογη πρόνοια για δικαίωμα πρωθυπουργού δεν υπάρχει σε κανένα άρθρο του Κανονισμού.Αντιθέτως, ο πρωθυπουργός –παρά τα όσα αρχικώς ελέχθησαν ανεπισήμως χθες– έχει το δικαίωμα ως πρόεδρος κοινοβουλευτικής ομάδας να συμμετάσχει στη συζήτηση επίκαιρης επερώτησης. Εως τώρα, ουδέποτε πρωθυπουργός έχει παρέμβει σε μια τέτοια διαδικασία. Ωστόσο, είναι σύνηθες κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι (που λειτουργούν ως εκπρόσωποι των πολιτικών αρχηγών) να συμμετέχουν στη διαδικασία συζήτησης επίκαιρων επερωτήσεων. Σχετικά ορίζεται το δικαίωμά τους αυτό από το άρθρο 135 §4: «Ο πρόεδρος κάθε κοινοβουλευτικής ομάδας ή ο αναπληρωτής του μπορεί να μετέχει στη συζήτηση μετά τις πρωτολογίες και την απάντηση του υπουργού για μόνο μία φορά» και για διάρκεια ομιλίας όχι μεγαλύτερη των 10 λεπτών.Αξιοπρόσεκτο είναι πως ο πρωθυπουργός, δεδομένης της επιθυμίας του να συμμετάσχει στη συγκεκριμένη συζήτηση, καθώς –όπως φαίνεται από την επιστολή του και την επιχειρηματολογία την οποία ανέπτυξε και ο κ. Βούτσης– κρίνεται ως μείζονος πολιτικής σημασίας, θα μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 137 του Κανονισμού, που δίνει τη δυνατότητα «γενίκευσης της συζήτησης στις επερωτήσεις».Σε μια τέτοια περίπτωση, «η γενικευμένη συζήτηση ολοκληρώνεται υποχρεωτικά μέσα σε δύο το πολύ συνεδριάσεις» (προαναφερθέν άρθρο §2).