Η εξωτική μεταμόρφωση μιας Honda RC51

Συμβαίνει σπάνια γι' αυτό και το ενδιαφέρον που συγκεντρώνει είναι κατανοητό. Μιλάμε για την εξατομίκευση (ή το customising όπως είναι πιο γνωστός ο όρος) μιας μοτοσυκλέτας superbike. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα δεν μιλάμε για το customising μιας όποιας κι όποιας superbike, αλλά για μια Honda RC51 SP2. Τη μοτοσυκλέτα δηλαδή με την οποία έγινε Παγκόσμιος Πρωταθλητής Superbike ο Colin Edwards, το 2000. Η δικύλινδρη Honda ήταν έτσι κι αλλιώς μια ιδιαίτερη μοτοσυκλέτα, αλλά τούτη δω η ριζοσπαστική εκδοχή της ξεπερνάει κάθε όριο. Αποτελεί έργο των αδερφών Sylvain και Florent Berneron, που είναι τα μυαλά πίσω από την PRAËM. Δεν μιλάμε απλά για ένα συνεργείο, δηλαδή ένα σύνολο εργαλείων και τόρνων. Οι δύο Berneron έχουν διαποτίσει την εταιρεία τους με μια ιδιαίτερη, πολύ ενδιαφέρουσα, φιλοσοφία. Κάθε ιδιοκατασκευή τους ξεκινά με την επιλογή της μοτοσυκλέτας, με προτίμηση στα μοντέλα που έχουν φτιάξει όνομα χάρη στις δυναμικές τους ιδιότητες ή τις αγωνιστικές τους περγαμηνές. Η επιλεγμένη μοτοσυκλέτα αναλύεται έπειτα μεθοδικά στα εξ ων συνετέθη και στη συνέχεια τα μέρη/μέλη της αναβαθμίζονται και βελτιώνονται ένα-ένα, τόσο αισθητικά όσο και μηχανικά. Πρόκειται για μια απόλυτη και απαιτητική προσέγγιση, χάρη στην οποία όμως εμείς χαιρόμαστε μερικές από τις πλέον «ανάδελφες» και ακριβοθώρητες χειροποίητες μοτοσυκλέτες του κόσμου. Όμως καμιά μεθοδικότητα ή φιλοσοφία δεν θα επαρκούσε για το αποτέλεσμα, αν δεν ήταν και οι ίδιοι οι αδερφοί Berneron ιδιαίτερα προικισμένοι. Βλέπετε ο μεν Sylvain είναι πρώην σχεδιαστής στην BMW Motorrad και κάτοχος Master Σχεδίασης, ο δε Florent ένας ειδικευμένος κατασκευαστής πρωτοτύπων και πρώην μηχανικός αεροσκαφών στον γαλλικό στρατό. Παρά τις προδιαγραφές της, η RC51 (γνωστότερη στην Ευρώπη και σαν VTR1000) είχε κι αυτή τις αδυναμίες της. Τα δύο αδέρφια τις εντόπισαν και τις διόρθωσαν. Ανέγγιχτο άφησαν μόνον ό,τι θεώρησαν εξαιρετικό, δηλαδή τη βασική γεωμετρία του πλαισίου. Μετά έπιασαν να εξετάζουν και να βελτιώνουν όλα τα υπόλοιπα μέρη. Πρώτο σημείο βελτίωσης ήταν τα φρένα, όπου προσαρμόστηκε ένα νέο σετ της Brembo με δίσκους της Sicom από κεραμικό υλικό και ανθρακονήματα. Τοποθετήθηκαν κορυφαίες αναρτήσεις παραγωγής της Öhlins φινιρισμένες σε μαύρο ματ. Επίσης τοποθετήθηκαν τροχοί της Rotobox από ανθρακονήματα με λάστιχα τα κορυφαία της Pirelli που ακούνε στο όνομα Diablo Supercorsa SC2. Ο V2 με την περιεχόμενη γωνία των 90 μοιρών ανακατασκευάστηκε πλήρως και αναβαθμίστηκε με τοποθέτηση βαλβίδων από τιτάνιο, ενώ του φορέθηκε στην τροφοδοσία και εισαγωγή αέρα ram-air. Το αποτέλεσμα είναι 165 ίπποι και 12,75 χλγμ. ροπής. Στην εξαγωγή βρήκαν τη θέση τους σωλήνες από τιτάνιο με ανοξείδωτα τελικά, από τα οποία εκπέμπεται μια θεία αγωνιστική συμφωνία αντάξια της εμφάνισης. Μπροστά στην οποία χάνει κανείς τα λόγια του. Με σύγχρονους όρους μπορεί να περιγραφεί ως «...απλά ΔΕΝ υπάρχει!!!» Το ριζοσπαστικό της φέρινγκ είναι χειροποίητο, αποτελούμενο από ανάμεικτα αλουμινένια και ατσάλινα στοιχεία με αλληλοσυγκρούμενο φινίρισμα. Ας αφήσουμε τον Sylvain να μας εξηγήσει. «Κάθε επιφάνεια έχει φινιριστεί ανάλογα με το έργο που επιτελεί. Όλα τα μηχανικά και δομικά στοιχεία είναι μαύρα. Τα βουρτσισμένα από αλουμίνιο και ανοξείδωτο ατσάλι επισημαίνουν τις εργονομικές και αεροδυναμικές επιφάνειες. Τα δε έγχρωμα μέρη έχουν διακοσμητικό ρόλο». Το φέρινγκ, ο κοκκοβιός και το εμπρός φτερό είναι πλασμένα από πλέγμα συρμάτων. Μάς πήρε 600 ώρες να τα φέρουμε στο σχήμα που θέλαμε συγκολλώντας μεταξύ τους ράβδους 2 χιλ. από ανοξείδωτο ατσάλι». Την έμπνευση για το φέρινγκ πρόσφεραν τα γλυπτά του κορεάτη καλλιτέχνη Seung Mo Park που ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Εκτός της ακραίας εμφάνισης όμως, το φέρινγκ είναι και λειτουργικό. Για παράδειγμα η πυκνότητα των συρμάτων είναι κυμαινόμενη, υποβοηθώντας τη ροή του αέρα όπου χρειάζεται. Το 12λιτρο ρεζερβουάρ είναι από αλουμίνιο και φτιάχτηκε εξ αρχής με βασικό στόχο την παροχή περισσότερου χώρου και αέρα στον πίσω κύλινδρο που υποφέρει. Από το ίδιο υλικό είναι τα πλαϊνά του φέρινγκ και το σπόιλερ του κινητήρα. Κάποιες φίνες επεμβάσεις δέχτηκε και το πλαίσιο, παρότι η μοτοσυκλέτα είναι επιπέδου SP2 που σημαίνει πως είχε το ίδιο πλαίσιο με τις μοτοσυκλέτες του HRC. Καθαρά αγωνιστικό δηλαδή. Παρόλα αυτά τα αδέρφια αφαίρεσαν το αλουμινένιο υποπλαίσιο και πρόσθεσαν ένα χειροποίητο, μαζί με ένα πίσω φτερό από ανθρακονήματα. Και η σέλα ντύθηκε με αλκαντάρα. Αν αναρωτιέστε που είναι τα φώτα, σάς λέμε πως δεν υπάρχουν. Στη θέση τους έχουν τοποθετηθεί λυχνίες LED πίσω από το φέρινγκ, λίγο πιο χαμηλά από τα κλιπόνς, που φωτίζουν μέσα από τη δέσμη συρμάτων. Στο ταμπλό βρίσκουμε άλλη μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα: ένα ρολόι της Tag Heuer. Προσαρμοσμένο σε χειροποίητη βάση, φέρει μέχρι και το λουράκι του για την περίπτωση που ο αναβάτης θα θελήσει να το φορέσει. «Αν το δεις ιστορικά, υπήρχε πάντα ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσα στην ωρολογοποιΐα, την αεροναυπηγική και την αυτοκινητοβιομηχανία», εξηγεί ο Sylvain. «Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάτι ανάλογα δεν υπήρξε ποτέ με τις μοτοσυκλέτες. Για το λόγο αυτό συνδεθήκαμε με την Tag Heuer που κατασκευάζει χρονογράφους κύρους. Και μάς επέτρεψαν να ενσωματώσουμε τον Monaco Calibre 11 στη μοτοσυκλέτα μας». Μετά τις επεμβάσεις της η PRAËM άλλαξε την ονομασία της RC51 σε SP3, αν και με τις επεμβάσεις της κλίνει περισσότερο προς μια Grand Tourer παρά σε αγωνιστική. Στόχος των αδερφών δεν ήταν η δημιουργία μιας καθαρά αγωνιστικής μοτοσυκλέτας, ούτε μια άνετη ταξιδιάρα, αλλά ένα όχημα που μπορεί να ζήσει και στους δύο αυτούς κόσμους. «Αν ήταν αυτοκίνητο θα ήταν πιθανότατα μια Aston Martin DB9, γρήγορη, πανίσχυρη αλλά και διαχρονικά κομψή», παραλληλίζει ο Sylvain. Μπορεί να έχει δίκιο ο Γάλλος, αλλά εμείς μεταξύ ενός δίτροχου και τετράτροχου θα διαλέγαμε πάντα το πρώτο. Δείτε στις δύο βίντεο-παρουσιάσεις το έργο τέχνης της PRAËM... [embedded content] [embedded content] Φωτογραφίες: William Crozes & Patrick Van Robaeys Θανάσης Χούντρας